κρυμός — κρῡμός , κρυμός icy cold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… … Dictionary of Greek
Grimm, der — Der Grimm, des es, plur. car. eigentlich derjenige hohe Grag des Zornes, der sich durch ungewöhnliche Geberden, durch eine widrige Verstellung der Gesichtszüge, besonders durch Zusammenbeißung der Zähne, offenbaret. In Grimm gerathen. Etwas im… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
hemacrimo — (Del gr. haima, sangre + khrymos, frío.) ► adjetivo ZOOLOGÍA Se aplica al animal que tiene una temperatura igual a la del medio en que vive. ANTÓNIMO hematermo * * * hemacrimo (de «hema » y el gr. «krymós», frío) adj. Zool. Se aplica a los… … Enciclopedia Universal
δυσαής — δυσαής, ές (Α) 1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης 2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» τσουχτερό κρύο) 3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία … Dictionary of Greek
κρυμαίνω — (Α) [κρυμός] κρυώνω κάτι, ψύχω κάτι … Dictionary of Greek
κρυμαλέος — κρυμαλέος, α, ον (Α) ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, ριγ αλέος)] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
κρυμοχαρής — κρυμοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] … Dictionary of Greek
κρυμώ — κρυμῶ, όω (Α) [κρυμός] ψύχω, παγώνω κάτι … Dictionary of Greek